προικοθηρώ

προικοθηρώ
επιδιώκω μεγάλη προίκα, είμαι προικοθήρας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προικοθηρώ — έω, Ν [προικοθήρας] επιζητώ να πάρω μεγάλη προίκα, είμαι προικοθήρας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”